σπατάλα — σπατάλᾱ , σπατάλη wantonness fem nom/voc/acc dual σπατάλᾱ , σπατάλη wantonness fem nom/voc sg (doric aeolic) σπατάλᾱ , σπαταλάω live softly pres imperat act 2nd sg σπατάλᾱ , σπαταλάω live softly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλας — σπατάλᾱς , σπατάλη wantonness fem acc pl σπατάλᾱς , σπατάλη wantonness fem gen sg (doric aeolic) σπατάλᾱς , σπαταλάω live softly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα … Dictionary of Greek
αδειοπούγγης — ο 1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος 2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + πουγγί] … Dictionary of Greek
αταμίευτος — η, ο (AM ἀταμίευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί αρχ. 1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος 2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα … Dictionary of Greek
δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… … Dictionary of Greek
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
κακόσχολος — κακόσχολος, ον (Α) 1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο τής σχόλης του κακώς 2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε μηδαμινέ 3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία 4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης. επίρρ... κακοσχόλως (Α) 1. χωρίς… … Dictionary of Greek
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
παλινεκχυμενίτας — παλινεκχυμενίτας, ὁ (Α) αυτός που σπαταλά εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἐκχυμῶ] … Dictionary of Greek